οργιάς

οργιάς
ὀργιάς, -άδος, ἡ (Α)
(για εορτή) γεμάτη έκσταση και μυστικισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργιώ + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. μαίνομαι: μαινάς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀργίας — ὀργίᾱς , ὀργιάω to be fierce imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιά — ὀργιάς ecstatic and mystic fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιάδεσσιν — ὀργιάς ecstatic and mystic fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργιαίος — και οργυιαίος, α, ο (Α ὀργυιαῑος, αία, ον) [οργιά] αυτός που έχει μήκος ή ύψος μιας οργιάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”